- ευφρόσυνος
- (16ος αι.). Μοναχός και αγιογράφος από την Κρήτη. Στο μοναστήρι του Διονύσου, στον Άθω, σώζονται πέντε φορητές εικόνες του, με χρονολογία 1542. Οι εικόνες αυτές (Χριστός, Παναγία, Πρόδρομος, Πέτρος και Παύλος) έχουν εξαιρετική σημασία για τη μελέτη της ελληνικής ζωγραφικής της συγκεκριμένης περιόδου.
* * *-η, -ο (ΑΜ εὐφρόσυνος, -η, -ον και -ος, -ον)αυτός που ευφραίνει, που παρέχει ευχαρίστηση, χαρά, αγαλλίαση («βασιλεία... χαρμόσυνος, εὐφρόσυνος», Στουδ. Θεόδ.)αρχ.1. φαιδρός, χαρούμενος («εἰς ποίην ἀκτὴν εὐφρόσυνον γέγονας», Ανθ. Παλ.)2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐφρόσυνον(κατά τον Πλίν.) το βούγλωσσον, φυτό που τα φύλλα του καθιστούσαν ευφραντικότερο το κρασί.επίρρ...ευφροσύνως (Α εὐφροσύνως)με χαρά, με αγαλλίαση, εύθυμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ-φροσύνη, υποχωρητικός σχηματισμός].
Dictionary of Greek. 2013.